- ἀοίδιμος
- ἀοίδιμοςsung ofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αοίδιμος — η, ο (AM ἀοίδιμος, ον) [αοιδή] άξιος να τραγουδιέται, αξέχαστος, αείμνηστος αρχ. 1. θαυμάσιος, περίφημος, ονομαστός για κάτι 2. διαβόητος, κακόφημος … Dictionary of Greek
αοίδιμος — η, ο αείμνηστος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀοιδιμωτάτων — ἀοίδιμος sung of fem gen superl pl ἀοίδιμος sung of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδιμώτατον — ἀοίδιμος sung of masc acc superl sg ἀοίδιμος sung of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοίδιμον — ἀοίδιμος sung of masc/fem acc sg ἀοίδιμος sung of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδιμωτάτοις — ἀοίδιμος sung of masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδιμώτατος — ἀοίδιμος sung of masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδίμοις — ἀοίδιμος sung of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδίμου — ἀοίδιμος sung of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδίμους — ἀοίδιμος sung of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)